νότιοι

νότιοι
νότιος
moist
masc nom/voc pl
νότιος
moist
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νότιοι Σποράδες — Sp Pietų Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades Sp Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades L ss. Egėjo j., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… …   Dictionary of Greek

  • Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο …   Dictionary of Greek

  • Notioi Sporades — Sp Pietų Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades Sp Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades L ss. Egėjo j., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Pietų Sporados — Sp Pietų Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades Sp Sporãdos Ap Νότιοι Σποράδες/Notioi Sporades L ss. Egėjo j., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ουιγούροι — Τουρκικός λαός, που πιθανόν να είναι ο ανατολικότερος κλάδος των αρχαίων Τούρκων. Κυριάρχησαν στην Κασγαρία από τον 10o έως τον 12o αι. και δέχτηκαν τον ισλαμισμό όπως και τα άλλα τουρκικά φύλα. Χρησιμοποιούσαν για τη γραφή, ακόμα και μετά τον… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • γιάνκης — (yankee). Προσωνύμιο που αποδίδεται σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ και ιδιαίτερα των βορειοανατολικών πολιτειών. Η καταγωγή της λέξης είναι άγνωστη, πιθανότατα όμως προέρχεται από το ολλανδικό janke (= νεαρός). Τον 18o αι. οι Άγγλοι ονόμαζαν… …   Dictionary of Greek

  • κουφονότια — τα ελαφροί νότιοι άνεμοι που πνέουν τον Σεπτέμβριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + νότια (τα), ουδ. πληθ. < επίθ. νότιος, α, ο] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”